- πεταλίδα
- η зоол, блюдечко (моллюск)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεταλίδα — Oνομασία 3 μικρών νησιών. Το πρώτο βρίσκεται στα βορειοδυτικά του νησιού Δία (Κρήτη), γνωστό και ως Γλαρονήσι. Το δεύτερο στο νότιο Αιγαίο, κοντά στην Ίο. Το τρίτο στη βόρεια ακτή της Λέρου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει επίσης ένα ακρωτήριο στην… … Dictionary of Greek
πεταλίδα — η θαλασσινό κοχύλι, μαλακόστρακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste kretischer Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… … Dictionary of Greek
λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… … Dictionary of Greek
λεπάς — η (Α λεπάς, άδος) [λέπας] όστρακο που προσκολλάται σε βράχο ή στα επιπλέοντα σε νερά αντικείμενα, η πεταλίδα … Dictionary of Greek
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
πατέλα — (patella). Γένος θαλάσσιων γαστερόποδων, φυτοφάγο, που ζει προσκολλημένο στα βράχια. Το κρέας του τρώγεται ωμό ή αφού ψηθεί, κυρίως με ρύζι. Χρησιμοποιείται από τους ψαράδες για δόλωμα. Ζει σε όλες τις θάλασσες και είναι κυρίως γνωστό με το όνομα … Dictionary of Greek
πατέλλα — η ζωολ. πεταλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patella < λατ. patella] … Dictionary of Greek
πατελίδα — η / πατελίς, ίδος, ΝΑ πεταλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ιταλ. patella με επίθημα ίς, ίδος (βλ. πατέλλα), πρβλ. πεταλ ίδα] … Dictionary of Greek
Πλακωτό — Νησί στα Δωδεκάνησα, στη βόρεια ακτή του νησιού Ίος. Εξαιτίας του κωνικού ύψους του λέγεται και Πεταλίδα, γιατί μοιάζει με το οστρακοειδές αυτό ζώο. Με το ίδιο όνομα υπάρχει ακρωτήριο στη Σέριφο, στην ανατολική πλευρά του νησιού. Λέγεται και… … Dictionary of Greek